- ευκολύνω
- ευκόλυνα, ευκολύ(ν)θηκα1. κάνω κάτι εύκολο, ομαλό: Αυτή η πρόταση ευκολύνει τα πράγματα.2. μτφ., δίνω υλική βοήθεια, παρέχω τα μέσα για την αντιμετώπιση δυσκολίας: Θα ρωτήσω τον πατέρα, αν μπορεί να σε ευκολύνει.3. το μέσ., ευκολύνομαι έχω τα μέσα, τη δυνατότητα να βοηθήσω ή να συντηρηθώ: Αυτή τη στιγμή δεν ευκολύνομαι, αλλά σε μερικές μέρες ελπίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.